- εννόηση
- η (AM ἐννόησις) [εννοώ]η ενέργεια τού εννοώνόηση, σκέψη, διανόηση, αντίληψη, παρατήρηση («προς μαθήσεις και εννοήσεις και μελετάς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐννοήσῃ — ἐννοήσηι , ἐννόησις consideration fem dat sg (epic) ἐννοέω have in one s thoughts aor subj mid 2nd sg ἐννοέω have in one s thoughts aor subj act 3rd sg ἐννοέω have in one s thoughts fut ind mid 2nd sg ἐννοέω have in one s thoughts aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεννόηση — η παρανόηση, εσφαλμένη αντίληψη, παρεξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εννόηση. Η λ., στον λόγιο τ. παρεννόησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek